- οἰκοδομημένος
- οἰκοδομέωbuild a houseperf part mp masc nom sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… … Dictionary of Greek
εύτυκος — εὔτυκος, ον (Α) (σπάν. τ. αντί εὔτυκτος*) 1. οικοδομημένος καλά («εὐτύκτους δόμους», Αισχύλ.) 2. έτοιμος («εὔτυκος γλῶσσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + τύκος «τσεκούρι, κόφτης»] … Dictionary of Greek
θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
καλλίκτιτος — καλλίκτιτος, ον (Α) ο οικοδομημένος καλά, ο καλοχτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ιερό κτιτος, νεό κτιτος] … Dictionary of Greek
κτιστός — ή, ό (AM κτιστός, ή, όν) [κτίζω] κτισμένος, οικοδομημένος νεοελλ. κατασκευασμένος με τοιχοποιία μσν. αρχ. 1. δημιουργημένος, πλασμένος από τον θεό 2. υλικός, υπαρκτός αρχ. σφυρηλατημένος, επεξεργασμένος, δουλεμένος. επίρρ... κτιστά (AM κτιστῶς)… … Dictionary of Greek
λαμπροδόμητος — λαμπροδόμητος, ον (Μ) οικοδομημένος λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + δόμητος (< δομώ)] … Dictionary of Greek
λιθηλογής — λιθηλογής, ές (Α) οικοδομημένος με λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λέγω «συλλέγω»] … Dictionary of Greek
λιθοικοδόμητος — λιθοικοδόμητος, ον (Α) οικοδομημένος με λίθους … Dictionary of Greek
μουσόδομος — μουσόδομος, ον (Α) (για τα θηβαϊκά τείχη) οικοδομημένος με συνοδεία μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόμος] … Dictionary of Greek
οικοδομητός — οἰκοδομητός, ή, όν (Α) [οικοδομώ] οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.) … Dictionary of Greek